διαπείρας

διαπείρας
διαπείρᾱς , διάπειρα
crucial experiment
fem acc pl
διαπείρᾱς , διάπειρα
crucial experiment
fem gen sg (attic doric aeolic)
διαπείρᾱς , διαπείρω
drive through
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
διαπείρᾱς , διαπειράομαι
make trial
pres ind act 2nd sg (attic)
διαπείρᾱς , διαπειράομαι
make trial
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”